προδιανοούμαι

προδιανοούμαι
-έομαι, Α [διανοοΰμαι]
διανοούμαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι εκ τών προτέρων («μηδὲν προδιανοηθείς», Αριστοτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”